προπομπός — escorting masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπομπός — ο / προπομπός, όν, ΝΑ νεοελλ. 1. συνοδός προσώπου που αποχωρεί, αυτός που ξεπροβοδίζει κάποιον 2. αυτός που έχει σταλεί πριν από άλλους ή άλλον ή από κάτι που ακολουθεί 3. στρ. το προπορευόμενο κλιμάκιο τής εμπροσθοφυλακής αρχ. 1. (ως επίθ) αυτός … Dictionary of Greek
προπομπόν — προπομπός escorting masc/fem acc sg προπομπός escorting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπομποί — προπομπός escorting masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπομπούς — προπομπός escorting masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπομπέ — προπομπός escorting masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπομπῷ — προπομπός escorting masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομιστήρ — κομιστήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. κομίστρια (Α) [κομίζω] αυτός που προπέμπει κάποιον, προπομπός … Dictionary of Greek
κομιστής — ο (Α κομιστής) [κομίζω] νεοελλ. 1. αυτός που φέρνει κάτι, που κομίζει κάτι («κομιστής κακών αγγελιών) 2. (νομ.) ο κάτοχος ανώνυμου χρεωγράφου, ο οποίος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την πληρωμή από τον εκδότη του αρχ. 1. αυτός που φροντίζει για… … Dictionary of Greek
προπομπεία — και προπομπία, ἡ, ΜΑ [προπομπεύω/προπομπός] το να προπορεύεται κανείς και να συνοδεύει μια πομπή αρχ. η πρώτη θέση σε πομπή … Dictionary of Greek